υφοτέχνης

υφοτέχνης
ο, Ν
λογοτέχνης με ιδιαίτερα αξιόλογο ύφος, στυλίστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύφος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογο-τέχνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”